Τα αποτελέσματα των
Ευρωεκλογών του 2019 τον περασμένο Μαΐο, έδειξαν την εικόνα μιας Ευρώπης που
αλλάζει και εξελίσσεται.
Η ήπειρος μας πλέον δεν διαχωρίζεται στους παλιούς πολιτικούς
και ιδεολογικούς αντιπάλους των περασμένων δεκατιών, τους Σοσιαλιστές και τους
Συντηριτικούς-Χριστιανοδημοκράτες.
Νέα κόμματα και
πολιτικά ρεύματα έχουν καταφέρει να αποσπάσουν σημαντικό ποσοστό υποστήριξης των
Ευρωπαίων ψηφοφόρων, αν και στην Ελλάδα δείχνουμε σημάδια παλινδρόμησης,
συντηρητισμού και κυκλοθυμίας.
Το θετικό γεγονός
είναι πως οι Ευρωπαίοι πολίτες, ίσως ως απόρροια του Brexit, αποφάσισαν να κινητοποιηθούν και να λάβουν μέρος σε
αυτές τις εκλογές. Το ποσοστό συμμετοχής των Ευρωεκλογών το 2019, ήταν το
υψηλότερο των τελευταίων 15 ετών.
Επίσης θετικό είναι
το γεγονός, πως παρά την συνεχή ανέλιξη της ακροδεξιάς και των Ευρωσκεπτικιστών
στα Ευρωπαϊκά πολιτικά δρώμενα, δεν κατάφεραν και αυτή την φορά να
συγκεντρώσουν μια αποφασιστική πλειοψηφία.
Φυσικά και είναι
ανησυχητικό το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι πολίτες-όπως αναμενόταν- στράφηκαν πρός
τον λαΐκισμό και τον εθνικισμό : το Ευρωκοινοβούλιο θα είναι πεδίο μαχών
εθνικών και προσωπικών συμεφερόντων, αντί να προωθεί και να θεσπίζει την πρόοδο
μιας ενιαίας ηπείρου.
Αλλά παρά τις
δυσκολίες και εμπόδια που ένας τέτοιος κοινοβουλευτικός σχηματισμός θα
επιφέρει, υπάρχουν και ενθαρρυντικές ενδείξεις πως οι Ευρωπαίοι αποφασίζουν το
μέλλον τους συλλεκτικά και σύμφωνα με τα τρέχοντα προβλήματα που τους
απασχολούν.
Παρά τις προσπάθειες
τους, οι Ευρωσκεπτικιστές και τα εθνικιστικά κόμματα είναι διασπασμένοι σε τρία
γκρουπ, τους ECR (European Conservatives and Reformists), το ID (Identity and Democracy) και EFDD (Europe of Freedom and Direct Democracy). Μαζί αποτελούν το 24% περίπου του Ευρωκοινοβουλίου,
κάτι που θα αλλάξει δραστικά όταν το Ηνωμένο Βασίλειο αποσυρθεί από την
Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι τρεις αυτές
πολιτικές παρατάξεις, παρά τις ομοιότητες τους και τους κοινούς τους στόχους,
έχουν ώς προτεραιότητα τα εθνικά συμφέροντα των κρατών μελών που
αντιπροσωπεύουν, καθώς και διαφορετική ιδεολογία, κοινωνικό και οικονομικό
υπόβαθρο και εθνική αντίληψη.
Θα είναι ενδιαφέρον
να παρατηρηθεί κατά πόσο θα μπορέσουν τα κόμματα αυτά να συντονιστούν, και
ακόμα πιο σημαντικά να επανεκλεγούν. Ειδικά όταν οι Φιλελεύθεροι και οι
Πράσινοι αναδυκνύονται επίσης ώς ανερχόμενες δυνάμεις στο Ευρωπαΐκό πολιτικό
καθεστημένο.
Η Ευρώπη δεν είναι
πια η ίδια. Ένα μέρος της κοιτά πρός το παρελθόν, απογοητευμένο ίσως από τις
αποτυχίες της Ευρωπαΐκής ιδέας και πειράματος, κάτι που όμως οφείλεται κατά
μεγάλο ποσοστό στις εθνικές μας κυβερνήσεις. Ή φοβούμενο απλά από τις αλλαγές
που επέρχονται με τις εξελίξεις στη Μεσόγειο και το μεταναστευτικό, και τον
οικονομικό μαρασμό πολλών κοινοτήτων λόγω της παγκοσμιοποίησης.
Παράλληλα, ένα άλλο
μεγάλο ποσοστό αρχίζει και σκέφτεται «Ευρωπαΐκά» και συλλεκτικά. Το φαινόμενο
του θερμοκηπίου και άλλα περιβαντολογικά θέματα, αρχίζουν να απασχολούν σοβαρά
τους κατοίκους της ηπείρου μας πλέον και παρατηρείται μια στροφή στο κάποτε
«εναλλακτικό» κίνημα των Πράσινων, σε παν-Ευρωπαΐκό επίπεδο.
Η μεγαλύτερη παρουσία
τους στο μελλοντικό Ευρωκοινοβούλιο, φανερώνει πως πολλοι Ευρωπαίοι δεν
ανησυχούν για τους μετανάστες ή την οικονομία του κράτους τους, αλλά επιθυμούν
μια πιο συλλεκτική δραση για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Επίσης ένα μεγάλο
μέρος επιμένει στον φιλελευθερισμό και την Ευρωπαΐκή προοπτική της χώρας τους. Ένδειξη
αυτού, είναι η συμαντική νίκη του πολιτικού συνασπισμού του γκρουπ Renew Europe, που έκανε σημαντικά άλματα και πρόοδο σε αυτές της
εκλογές, ειδικά μετά την ένταξη του κόμματος του Γάλλου Πρόεδρου Emmanuel Macron στους κύκλους του.
Οι Φιλελεύθεροι είναι
πλέον το τρίτο κόμμα στο Ευρωκοινοβούλιο, ακολουθούμενο από τους Πράσινους, ενώ
τα Ευρωσκεπτιστικά κόμματα παρ’όλη την άνοδο τους, δεν κατάφεραν να γίνουν
τρίτη και τέταρτη δύναμη.
Οι παραπάνω εξελίξεις
δείχνουν την εικόνα μιας ηπείρου που απομακρίνεται από το μεταπολεμικό καθεστώς
και ιδεολογία που κυριαρχούσε για δεκαετίες από την ίδρυση ακόμα της Ευρωπαΐκής
Ένωσης.
Δυστυχώς η Ελλάδα όμως
παραμένει στάσιμη και συντηριτική. Έχει γίνει παράδοση πλέον ο δικομματισμός
στην χώρα μας, και οι Έλληνες αδυνατούν να αλλάξουν εκλογική νοοτροπία. Όπως
αναμενόταν, ακολούθησαμε για μια ακόμα φορά το πολιτικό μάντρα που έχουμε
υιοθετήσει από την Μεταπολίτευση.
Όταν ένα κόμμα μας
δυσαρεστεί η δεν πράττει όπως αναμένουμε, το τιμωρούμε με το να εκλέγουμε τον
αντίπαλό του, που αντιπροσωπεύει την ακριβώς αντίθετη πολιτική ιδεολογία-μια
από τις δύο που κυριαρχούν στην χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες.
Και φυσικά όπως
αναμενόταν, τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών ήταν προάγγελος των επερχομένων
κοινοβουλευτικών εκλογών στην χώρα μας. Η Νέα Δημοκρατία αναδείχθηκε νικητής,
με τον ΣΥΡΙΖΑ να περνά στην αντιπολίτευση. Ένα πολιτικο-κοινωνικό ντεζά-βου της
δεκαετίας του ‘80, θα μπορούσαμε να το πούμε.
Είναι σχεδόν αδύνατο
να δείς αξιωσημείωτη στήριξη για φιλελεύθερα, φιλο-Ευρωπαΐκά και κόμματα
Πρασίνων στην χώρα μας, αντιθέτως οι Έλληνες προτιμούν να στραφούν προς τα
εθνικιστικά και λαΐκιστικά κόμματα, ώς ένδειξη της απογοήτευσης τους προς τις
καθεστωτικές παρατάξεις.
Κάτι που δεν
περιορίζεται μόνο στην Ελλάδα φυσικά, απλά στην χώρα μας είναι η μόνη
εναλλακτική λύση. Στην Ιρλανδία όπου διαμένω τα τελευταία 15 χρόνια και είμαι
πλέον πολίτης, ο δικομματισμός είναι επίσης ένα πρόβλημα.
Για δεκαετίες οι
Ιρλανδοί ήταν χωρισμένοι σε μπλε και πράσινες παρατάξεις, ένα καθεστώς που είχε
εδραιωθεί μετά από έναν εμφύλιο πόλεμο. Μέχρι την δεκαετία του ’90 η χώρα ήταν
μια από τις φτωχότερες και πλέον συντηριτικές της Ευρώπης.
Αντιθέτως με την
Ελλάδα όμως, οι Ιρλανδοί ψηφοφόροι σε αυτές τις εκλογές στράφηκαν σημαντικά προς
ανεξάρτητους υποψήφιους Ευρωβουλευτές, καθώς επίσης ακολούθησαν τον Ευρωπαΐκό
προσανατολισμό, ψηφίζοντας δύο Πράσινους στο Ευρωπαΐκό κοινοβούλιο. Ώς
αντίδραση φυσικά και ένδειξη διαμαρτυρίας προς τα καθεστωτικά κόμματα, που τους
απογοήτευσαν την τελευταία δεκαετία.
Και παρ’όλη την
ταπείνωση που αναγκάστηκαν να δεχθούν μετά τα οικονομικά μέτρα εγγύησης που
υπέγραψαν με το ΔΝΤ, οι Ιρλανδοί δεν στράφηκαν ως επί το πλείστον στην
ακρο-δεξία και τον εθνικισμό.
Όχι οτι δεν υπαρχει
κάποια έξαρση και εδώ, αλλά η Ιρλανδία επιλέγει να ακολουθεί τις πιο
φιλο-Ευρωπαΐκές τάσεις και κινήματα, για αυτό και εξέλεξε Πράσινους. Φυσικά θα
πρέπει να σημειωθεί πως η νοοτροπία των Ιρλανδών, λόγω του Καθολικισμού τους,
ποτέ δεν επέτρεψε ακραία κινήματα και πολιτικά κόμματα να εξελιχθούν στην χώρα,
είτε ακρο-δεξιά είτε ακρο-αριστερά.
Ίσως όμως εμείς ώς
Έλληνες να είναι αναγκαίο να αναλογιστούμε, τι αποσκοπούμε με το να εκλέγουμε
ακροδεξιούς στο Ευρωκοινοβούλιο και να στέλνουμε κόμματα όπως την Ελληνική Λύση
στις Βρυξέλλες. Τι θα καταφέρουμε όταν επιλέγουμε εκπροσώπους όπως αυτούς για
να προωθήσουν τα συμφέροντά μας ως έθνος, και να συνομιλήσουν με άλλους
Ευρωπαίους εταίρους για την ελληνική πραγματικότητα.
Θέλουμε να δείξουμε
οτι είμαστε μια χώρα άκρως συντηρητική που το μόνο που μας ενδιαφέρει είναι το
έθνος μας και ο πατριωτισμός μας, ή ίσως ότι είμαστε μια χώρα πρόθυμη να
συνεργαστεί, να διαπληκτιστεί και να διαφωνίσει ακόμα αν χρειαστεί, με
εκπροσώπους άλλων κρατών για το καλό της χώρας μας, των Βαλκανίων και της
Ευρώπης?
Και γιατί πρέπει να πάντα
να μας κυβερνούν δύο ειδών παρατάξεις, μερικές οικογενειακές πολιτικές
δυναστείες, εκπρόσωποι σωματείων και άτομα που έχουν συνδικαλιστεί από τα
φοιτητικά τους χρόνια για πάντα?
Η Ελλάδα αν πότε
πρόκειται να αλλάξει και να γίνει μια Ευρωπαΐκή χώρα, χρειάζεται νέους
πολιτικούς που θα εκπροσωπούν εποικοδομητικά την πατρίδα μας, σε συνεργασία με
τους αντιπροσώπους των άλλων κρατών της ηπείρου. Σίγουρα όχι εκπροσώπους που το
μόνο που έχουν να υπερασπιστούν είναι το παρελθόν της χώρας μας-όσο ένδοξο και
εάν είναι αυτό- και όχι το μέλλον.